- νταηλίκι
- τό1) задиристость; 2) напускная храбрость, бахвальство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νταηλίκι — το (συν. με ειρωνική σημ.) η συμπεριφορά τού νταή, επίδειξη ανύπαρκτης γενναιότητας, ψευτοπαλικαριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dayilik] … Dictionary of Greek
-λίκι — και ιλίκι και ίκι κατάλ. αφηρημένων ουσ. τής Νεοελληνικής που δηλώνουν ιδιότητα συχνά με μειωτική σημασιολογική χροιά. Η κατάλ. προήλθε από δάνεια από την Τουρκική (κατάλ. lik), π.χ. μερακ λίκι. Η κατάλ. εμφανίζεται σπανιότερα και με τη μορφή ίκι … Dictionary of Greek
μαφία — (Mafia). Δίκτυο παράνομων εγκληματικών οργανώσεων, σικελικής προέλευσης. Η ετυμολογία της λέξης μ. είναι αβέβαιη· πιθανολογείται ότι προέρχεται από την αραβική λέξη μέχια = καυχησιολογία, η οποία σημαίνει στην κυριολεξία νταηλίκι, κομπασμός. Όπως … Dictionary of Greek
συναλίκι — το, Ν δοσοληψία, σχέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συναλλαγή + κατάλ. λίκι (κατά τα κουβαρνταλίκι, νταηλίκι) με απλοποίηση] … Dictionary of Greek
λεονταρισμός — ο ο ψευτοπαλικαρισμός, το νταηλίκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσαμπουκάς — ο (λ. τουρκ.) 1. επουλωμένη πληγή που έγινε με ξυράφι στο βραχίονα και κυρίως στον καρπό του χεριού ανθρώπου του υποκόσμου, χαρακιά στο χέρι: Είναι γεμάτος τσαμπουκάδες. 2. τατουάζ (βλ. λ.). 3. μάγκικη, μόρτικη συμπεριφορά, ζοριλίκι, νταηλίκι:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)